aura - translation to ολλανδικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

aura - translation to ολλανδικά

LANGUAGE
Aurá; Aura language; ISO 639:aux; Aurê-Aurá language; Aurê y Aurá language; Aurê y Aurá; Auré language; Aure language; Aurê language

aura         
n. aura, halo; charisma, something which emanates from a person
mondeling      
orally, aurally
aural null      
nietszeggende stilte

Ορισμός

aura
['?:r?]
¦ noun (plural aurae -ri: or auras)
1. the distinctive atmosphere or quality that seems to be generated by someone or something.
2. (in spiritualism and some forms of alternative medicine) a supposed emanation surrounding the body of a living creature.
3. Medicine a warning sensation experienced before an attack of epilepsy or migraine.
Origin
ME, lit. 'a gentle breeze': via L. from Gk, 'breeze, breath'.

Βικιπαίδεια

Aurá language

Aurá is an extinct language, presumably part of the Tupi language family, last spoken by two individuals in Maranhão, Brazil. Both known speakers originally came from Pará. The language primarily used nouns, with few adjectives or verbs.

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για aura
1. CRYSTAL AURA Swarovski and Avon have created Crystal Aura eau de parfum, the newest fragrance.
2. Provenzano‘s aura of invulnerability is now dashed.
3. Headlock struggles to explain it: "There‘s an aura.
4. So is the picture–perfect aura that the Naumanns radiate.
5. "Visitors get pleasure from the unique aura of St.